Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΊΊΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΜΙΟΝΙΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ Μ.Χ. ΑΙΩΝΕΣ

Η Ερμιονίς,επαρχία του νομού Αργολίδος,περιβρέχεται από τις θάλασσες του Αργολικού κόλπου προς το Νότο του κόλπου της Ύδρας προς Ανατολάς και προς Βορρά συνορεύει με την Τροιζηνία με φυσικό όριο την οροσειρά των Αδέρων.Προς Δυσμάς χωρίζεται, από την επαρχία Ναυπλίας από το όρος Δίδυμο.Ο Δήμος της Ερμιόνης ή Καστρί, όπως ήταν γνωστή στην εποχή του 21, είναι χτισμένη πάνω στο ύψωμα Μύλοι και κατηφορίζει αμφιθεατρικά προς τους βαθείς όρμους πού το περιβάλλουν κι αποτελούν τα λιμάνια της, προχωρεί όμως και πάνω στη μακρόστενη βραχώδη γλώσσα γης πού ονομάζουν Αρβανίτικα «Μπίστι». Είναι αυτή ή προέκταση του υψώματος Μύλοι πού στην αρχαιότητα ονόμαζαν όρος «Πρώνος» και «Άγιο Βασίλειο» στο Μεσαίωνα.
Τα ερείπια της αρχαίας Ερμιόνης, πού είδαν ο Στράβων και ο Παυσανίας, βρίσκονται σήμερα μέσα και γύρω στη σύγχρονη πόλη. Άλλα λείψανα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μαρτυρούν μία μακραίωνη κι αδιάσπαστη οικιστική συνέχεια του ιστορικού αυτού χώρου.Τρία χιλιόμετρα προς τα νότια της Ερμιόνης και ένα χιλιόμετρο δυτικά από το κέντρο του δρόμου Κάπαρη είναι χτισμένο το μοναστήρι των 'Αγ. Αναργύρων.
Η πρώτη αναφορά για την Ερμιόνη βρίσκεται στον Όμηρο,(Ιλιάς Β,560),μαζί με την Ασίνη: «Ερμιόνην,'Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον έχουσας» Οι δύο αυτές πόλεις εκστρατεύουν για την Τροία κάτω από την ηγεμονία του ήρωα Διομήδη αλλά δεν γνωρίζουμε με πόσα πλοία.
Γύρω στον 8ο αιώνα οι Δρύοπες, μία άγρια πολεμική φυλή, διωγμένοι από την κοιτίδα τους στην κοιλάδα του Σπερχειού από τους Δωριείς,κατακλύζουν την περιοχή. Ή Ερμιόνη και ή Ασίνη από τότε ονομάζονται Δρυοπικές. Πιστεύεται μάλιστα ότι οι Δρύοπες έκαναν την Ερμιόνη πρωτεύουσα της συμπολιτείας τους της Αργολίδας και κέντρο της Δρυοπικής λατρείας της Χθόνιας Δήμητρας. Έναν αιώνα περίπου αργότερα οι Δωριείς του Άργους γίνονται κύριοι, της περιοχής χωρίς πόλεμο.
Στους Μηδικούς πολέμους οι Έρμιονείς βοήθησαν στην τείχιση του Ισθμού και αγωνί­
στηκαν στη Σαλαμίνα με 3 πλοία και στις Πλαταιές με 300 άντρες."Έτσι ξεσήκωσαν το εκδικητικό μένος του Άργους πού διεκδικούσε κυριαρχικά δικαιώματα πάνω τους.
Ή Ερμιόνη και άλλες πόλεις της περιοχής υποτάσσονται βίαια και οι κάτοικοι της Κάτω Πόλεως υποχρεώνονται να μετοικήσουν.
Ήταν επόμενο στον Πελοποννησιακό πόλεμο να έπαναστατήση ή Ερμιόνη κατά του Άργους και να μπή στον αγώνα στο πλευρό της Σπάρτης. Στα 430 οι Αθηναίοι λεηλατούν τα παράλια της. Κατά τους Μακεδόνικους χρόνους ή Ερμιόνη συμμερίζεται τις περιπέτειες της Αχαϊκής συμπολιτείας. Βρίσκεται όμως σε ακμή. Στα 146 π.Χ. ή περιοχή υποτάσσεται στη Ρώμη μαζί με όλη την Ελλάδα.
Από το 144 π.Χ. και για εβδομήντα εφτά χρόνια τα παράλια της Έρμιονίδας και ή πόλη δοκιμάζονται από επιδρομές Κιλίκων πειρατών, πού λεηλατούν ως και τα Ιερά της Δήμητρας.
Μόνο μετά την αποκατάσταση της ειρήνης από τον Πομπήιο στη Μεσόγειο ή περιοχή αρχίζει να συνέρχεται οικονομικά. Γύρω στα 35 μ.Χ. ο Στράβων τη βρίσκει να ακμάζη πάλι: «Των ουκ ασήμων πόλεων» γράφει.
Ο Παυσανίας πού είδε την πόλη στο 2ο μ.Χ. αιώνα, γράφει στα «Κορινθιακά» του,(Παρ. 34-35),γύρω στα 160 μ.Χ. ότι στην παλιά Ερμιόνη, χτισμένη στο ακρωτήρι, βρίσκονταν ακόμη μερικά Ιερά, όπως του Ποσειδώνα, της Αθήνας, του Ήλιου, των Χαρίτων, του Σαράπιδος και της Ίσιδος και χώρος περιφραγμένος με μεγάλες απελέκητες πέτρες όπου τελούνταν τα Μυστήρια της Δήμητρας. Τέλος τα ερείπια ενός σταδίου.
Πότε άρχισε ή διάδοση του Χριστιανισμού στην Αργολίδα και Ερμιονίδα δεν είναι εξακριβωμένο. Φαίνεται ότι θα καθυστέρησε, γιατί οι αρχαίες πόλεις της περιοχής, Μυκήνες, Άργος ,Ναύπλιο, Επίδαυρος,Ερμιόνη ήσαν "κατείδωλες ", όπως λέει ο Απόστολος Παύλος για την Αθήνα ,γεμάτες από ναούς και βωμούς ειδωλολατρικούς, κι έτσι θα ήταν δυσχερής ή ταχεία επικράτηση της νέας θρησκείας.
Μετά την υποδούλωση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους (146 π.Χ) και ιδιαίτερα από την εποχή του Αυγούστου (63 π.Χ -14 μ.Χ) περί το 27 π.Χ ή περιοχή πού περιελάμβανε ολόκληρη την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλία έγινε επαρχία Ρωμαϊκή (ή έδβόμη) και πήρε το όνομα Αχαΐα με διοικητική πρωτεύουσα την Κόρινθο.
Για την εξάπλωση της Χριστιανικής θρησκείας στην Αργολίδα-Ερμιονίδα μεγάλη πρέπει να ήταν ή συμβολή της Εκκλησίας της Κορίνθου πού ιδρύθηκε το 52 μ.Χ. από τον Ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Είναι ή πρώτη συστηματικά οργανωμένη εκκλησία ή οποία περιλάμβανε τους Χριστιανούς όλης της Αχαΐας.
Ό Απόστολος Παύλος τη Β' προς Κορινθίους επιστολή του την απευθύνει "τη εκκλησία του θεού τη ούση εν Κορίνθω συν τοις άγίοις τοις ούσιν εν όλη τη Αχαΐα" προς τους Χριστιανούς πού βρίσκονται σ' όλη την Αχαΐα.
Κι έτσι ή Κόρινθος, εκτός από διοικητική πρωτεύουσα, έγινε και ή πρώτη εκκλησιαστική μητρόπολη ολόκληρης της Αχαΐας με επί κεφαλής Επίσκοπο.
Κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ αιώνες και ενώ ακόμη διετηρείτο ζωντανή ή ειδωλολατρεία, ο Χριστιανισμός διαδόθηκε σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου, όπου δημιουργήθηκαν Χριστιανικές ομάδες οι λεγόμενες "παροικίες" και οργανώθηκαν εκκλησιαστικές "επισκοπές" με επί κεφαλής ξεχωριστό επίσκοπο στην κάθε μία.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού κατά τα τέλη του 4ου αιώνα και τις αρχές του 5ου και ή λειτουργία των εκκλησιαστικών επισκοπών σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου επιβεβαιώνονται και από τα ερείπια των παλαιοχριστιανικών Βασιλικών πού βρέθηκαν σ' αυτές.
Για τις παλαιοχριστιανικές αυτές Βασιλικές ο καθηγητής Γ.Α. Σωτηρίου γράφει:"Ή άκριβής χρονολογία της ιδρύσεως αυτών κατά το πλείστον ελλείπει δυνάμεθα εν τούτοις εκ της μορφής και της εξελίξεως του αρχιτεκτονικού των σχήματος και της τεχνοτροπίας των γλυπτών και των μωσαϊκών των δαπέδων να είπωμεν ότι όλίγαι ανάγονται εις τον 4ον αιώνα.
Η μεγάλη οικοδομική ορμή παρατηρείται κατά τον 5ον αιώνα εις τον ανάγεται ο μεγαλύτερος αριθμός των αναγραφομένων ενταύθα Βασιλικών, είτα δε και εις τον 6ον αιώνα ήτοι την εποχήν του Ίουστιανιανού.
Κατά τα τέλη του 6ου και μέχρι των μέσων ίσως του 7ου αιώνα έχομεν μάλλον επισκευές Βασιλικών του 5ου αιώνα".ιδιαίτερη σημασία για την εκκλησιαστική ιστορία τής Ερμιόνης έχει και ή μεγάλη πα­λαιοχριστιανική Βασιλική πού βρέθηκε στη Ν.Α πλευρά του δημοτικού σχολείου τής Ερμιόνης.
Η ανασκαφή έγινε το 1955-1956 από τον αρχαιολόγο-αρχιτέκτονα Ευστάθιο Στίκα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στα "Πρακτικά της εν Αθήναις αρχαιολογικής Εταιρείας" των ετών 1955-56.
Το έτος 1934, είχε αποκαλυφθεί τυχαίως το κατώφλι της εισόδου της εκκλησίας, αποτελούμενο από μεγάλες ορθογώνιες πέτρες, λείες από την πολλή χρήση, οι όποιες, κατά τη γνώμη του καθηγητή Άναστ. Όρλάνδου, ανήκαν σε αρχαίο ναό απ' όπου μεταφέρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη θέση πού βρέθηκαν.
Όταν το 1955 αποκαλύφθηκαν, και πάλι τυχαίως από τους μαθητάς του σχολείου, τα μωσαϊκά δάπεδα, τότε άρχισε ή συστηματική ανασκαφή και αποκαλύφθηκε ή μεγάλη παλαιοχριστιανική τρίκλιτος Βασιλική τής Ερμιόνης μήκους 40 μ.και πλάτους 17,60 μ.
Ή Βασιλική άπετελείτο:
Aπο μεγάλη υπαίθρια αυλή της οποίας μεγάλο μέρος καταλαμβάνει μεγάλη όρθογωνική δεξαμενή.
Aπό το Νάρθηκα.
Aπό τον κυρίως τρίκλιτο ναό με ημικυκλική κόγχη ιερού προς ανατολάς.
Πολλά μέρη των δαπέδων της εισόδου του Ναού, του νάρθηκος και του κυρίως ναού ήσαν στολισμένα με ψηφιδωτά πού παρίσταναν ζώα, πτηνά, φυτά, γεωμετρικά σχήματα ωραίας τέχνης.
Σημασία μεγάλη,νομίζω, έχει ή επιγραφή πού βρέθηκε στο ψηφιδωτό δάπεδο της Ν Δ εισόδου της Βασιλικής ή οποία λέγει:
"Επί του θεοφιλεστάτου επισκόπου ημών Έπιφανίου άνενεώθη το έργον".
Κατά τη γνώμη των αρχαιολόγων, από την τεχνοτροπία των ψηφιδωτών φαίνεται ότι ή ίδρυση του ναού ανάγεται στον 6ο αιώνα και ή " ανανέωση του έργου" για το όποιο ομιλεί ή επιγραφή, σύμφωνα με τις θεματικές παραστάσεις των ψηφιδωτών της εισόδου, έγινε μεταγενέστερα ίσως τον 7ο μ.Χ αιώνα. Είναι ή εποχή των επισκευών και ανανεώσεων των Βασιλικών του 5ου μ.Χ. αιώνα.
Προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά της Βασιλικής βρέθηκε μεγάλο κτιριακό συγκρότημα αποτελούμενο από πολλά διαμερίσματα, πού κατά πάσαν πιθανότητα χρησίμευε ως κατοικία του επισκόπου.
Από την ανακάλυψη της Βασιλικής της Ερμιόνης βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα:
1) Ή ύπαρξη και λειτουργία μιας τόσο μεγάλης εκκλησίας κατά τον 6ο αιώνα στην Ερμιόνη σημαίνει ότι ή Χριστιανική θρησκεία θα είχε πολύ ενωρίτερα διαδοθεί εκεί, και θα είχε πλήρως επικρατήσει.
2) Ή επιγραφή ομιλεί περί "επισκόπου", γεγονός πού σημαίνει ότι υπήρχε στην Ερμιόνη οργανωμένη εκκλησιαστική κοινότητα "παροικία" με επώνυμο επίσκοπο.
Το επισκοπικό αξίωμα είναι θεσμός παλαιότατος της εκκλησιαστικής διοικήσεως ιδρυμένος από τους Αποστόλους. Στην αρχή ο Επίσκοπος προΐστατο μόνο της πόλεως στην οποία διέμενε και πού αυτή αποτελούσε τη μόνη περιοχή της δικαιοδοσίας του. Έτσι εξηγείται ή ύπαρξη Επισκοπής στην Ερμιόνη και "ο θεοφιλέστατος επίσκοπος αυτής Επιφάνιος".
Ότι κατά τους πρώιμους Χριστιανικούς αιώνες ήκμαζε ή Χριστιανική θρησκεία στην Ερμιόνη αποδεικνύεται από την ύπαρξη και άλλων ψηφιδωτών της ιδίας εποχής (6ος αιών.) τα οποία ευρέθηκαν σε αυλές σπιτιών της Ερμιόνης, όπως το αρίστης τέχνης ψηφιδωτό στην αυλή της οικίας Αικ. Μεϊντάνη στο όποιο εικονίζονται ζώα (ελάφια, παγώνια) σε ζωντανή κίνηση μέσα σε πλούσια βλάστηση.
Υπάρχουν και άλλα ψηφιδωτά εγκατεσπαρμένα σε διάφορα σημεία της πόλεως εκτός εκείνων πού βρέθηκαν και καταστράφηκαν κατά την οικοδόμηση σπιτιών.
Δείγμα πρωίμου χριστιανικής, λατρείας στην Ερμιόνη πρέπει να είναι και το μόλις σωζόμενο υπόλειμμα αψίδος Χριστιανικού ναού επάνω στα θεμέλια του έκατόμπεδου ναού της Αθηνάς εις το Ποσείδιον (Μπίστι) το όποιον αποκάλυψε με τις ανασκαφές του ο Φιλαδελφεύς το 1909. Ο ναός στην Πλατεία του Μπιστιού Ερμιόνης, του οποίου σώζεται μόνο η αψίδα και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη που συγκέντρωσε ο Φιλαδελφεύς κατά την ανασκαφή του χώρου και το καθάρισμα της ευθυντηρίας του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα. Κατά τη McAllister ο βυζαντινός ναός απλωνόταν βόρεια και νότια, πέρα από τη γραμμή της αψίδας, σ' όλο το πλάτος της ευθυντηρίας. Ως εκ τούτου οι διαστάσεις του ήταν 30 Χ 16.25 μ.
Μέσα στον οικισμό της Ερμιόνης έχουν βρεθεί πολλά ψηφιδωτά δάπεδα αυτής της περιόδου και πολλοί λένε ότι τα ευρεθέντα, νότια του παλαιού φαρμακείου του Αγγέλου Παπαμιχαήλ, ανήκαν σε μεγάλο ναό του Αγίου Βασιλείου.
Φαίνεται λοιπόν ότι από τα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μεγάλου και μετά, στην Ερμιόνη κτίστηκαν πολλοί χριστιανικοί ναοί στα δάπεδα των αρχαίων και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Μάλλον τότε πρέπει να φτιάχτηκε και το δυτικό τείχος του Μπιστιού, ώστε ν' αποκτήσει η πόλη που ήταν το κέντρο της περιοχής μικρό κάστρο. Επειδή όμως τα περισσότερα υλικά είχαν δεσμευθεί στο κτίσιμο των χριστιανικών ναών, συγκέντρωσαν οι κάτοικοι ό,τι είχε απομείνει από το ναό του Ποσειδώνα και κυρίως τους μεγάλους λατυποπαγείς σπονδύλους των κιόνων του περιστυλίου, γιατί τα μπλόκια του σηκού και τα ασβεστολιθικά των βαθμίδων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο νέο ναό. Συγκέντρωσαν και όσες βάσεις αγαλμάτων και αφιερωμάτων είχαν απομείνει στο ναό της Χθόνιας, στον Πρώνα και στο χώρο της αρχαίας αγοράς και που φαίνεται ότι δεν τις προτιμούσαν στην ανέγερση των χριστιανικών ναών λόγω των επιγραφών που έφεραν, και με αυτές έφτιαξαν τη βάση του κάστρου.
Από τον 8ο μ.Χ αιώνα ή Ερμιόνη υπαγόταν εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Άργους-Ναυπλίου.
Από την κυρίως όμως αυτή Βυζαντινή περίοδο δεν έχουμε καμμιά μαρτυρία ούτε ιστορική ούτε άρχαιολογική.

Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑ 1212-1391.Μ.Χ

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή Έρμιονίδα, πού περιλάμβανε τότε τα δυο ισχυρά κάστρα, το Θερμήσι (ονομαστό για τις αλυκές του) και το Καστρί (Ερμιόνη), παρακολουθεί την ιστορία της Ναυπλίας.
Οι Φράγκοι μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 μ.Χ. με αρχηγό έναν από τους αρχηγούς τής Δ' Σταυροφορίας, το Βονιφάτιο το Μομφερατικό, κατέρχονται από τη Μακεδονία προς τη νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Ή προσπάθεια του άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντος του Σγουρού να αναχαιτίσει την προέλαση τους δεν έφερε αποτέλεσμα.
Έτσι οι Φράγκοι το 1209 μ.Χ. καταλαμβάνουν την Κόρινθο, το 1210 το Άργος και το 1212 μ.Χ. το Ναύπλιο. Από το έτος αυτό (1212) αρχίζει ή Φραγκοκρατία στην Άργολίδα Ναυπλία Έρμιονίδα.
Ό Φράγκος κατακτητής Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, πού διαδέχθηκε τον φονευθέντα σε μάχη κατά των Βουλγάρων το 1207 μ.Χ. Βονιφάτιο, παραχώρησε τη διοίκηση της Έρμιονίδας στο μέγα Δούκα των Αθηνών, Γάλλο ηγεμόνα Όθωνα Δελαρός .
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Έρμιονίδα και κατά το έτος 1245 μ.Χ. κτίζεται μεταξύ Ερμιόνης και Κρανιδίου στη θέση "Πικροδάφνη" ή μικρή σταυρεπίστεγος εκκλησία της Αγίας Τριάδας.
Το αξιόλογο αυτό Βυζαντινό μνημείο πρώτος στα 1926 το έμελέτησε ο καθηγητής Γ.Α. Σωτηρίου και έδημοσίευσε σχετική μελέτη με τίτλο "Άγια Τριάς Κρανιδίου" στην επετηρίδα Βυζαντινών Σπουδών 1926 τ. Γ' σελ. 193-205.
Στο νότιο εσωτερικό τοίχο της εκκλησίας διασώθηκε επιγραφή σχετική με την ίδρυση και την τοιχογράφησή της. Ή επιγραφή λέει:
Άνεκτίσθη εκ βάθρων και άνεζωγραφίσθη δια έξόδου και μισθωαποδοσίας Κυρού Κύρ Μανουήλ Μουρμουρά και Θεοδώρας της αυτού γαμετής και των τέκνων αυτών εις λύτρον και αφεσιν των αμαρτιών αυτών. Δια χειρός δε καμού Ίωάννου του και άναστηλώσαντος φας σεπτάς εικόνας ταύτας εκ μεγαλοπόλεως Άθηνών 1245 μ.Χ.
«Κατά την έπιγραφήν ταύτην, γράφει ο Γ.Α. Σωτηρίου, το ναΰδριον τούτο ιδρύθη δαπάναις άρχοντος πιθανώτατα της περιοχής εκείνης καλουμένου Μανουήλ Μουρμουρά, μη μαρτυρουμένου αλλοθεν, καθ' όσον τουλάχιστον γνωρίζω, και έκοσμήθη δια τοιχογραφιών, υπό του Αθηναίου ζωγράφου Ιωάννη το 1245 μ.Χ.". Και σε ύποσημείωση ο Γ.Α. Σωτηρίου συνεχίζει:
"Ό άρχων Μουρμουράς είναι πιθανώτατα εις των Ελλήνων αρχόντων οίτινες αύτοβούλως προσεφέρθησαν να παραδώσωσι τα φρούρια Κορίνθου, Ναυπλίου, Μονεμβασίας, Αργους, λαβόντες την ύπόσχεσιν του σεβασμού υπό των Φράγκων, της θρησκείας και των ηθών των κατακτηθέντων. Είναι γνωστόν ότι υπό τους Φράγκους ή χώρα ήκμαζε, της παρακμής αρχομένης από του θανάτου του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου (1278)".
"Ή 'Αγία Τριάς Κρανιδίου" κατά τον Γ.Α. Σωτηρίου έχει μεγάλη σημασία για τη Βυζαντινή τέχνη. Γιατί από απόψεως ζωγραφικής "διασώζει πολύτιμα λείψανα Βυζαντινής ζωγρα­φικής των μέσων του 13ου αιώνα, προγενέστερα και των τοιχογραφιών της Αιγίνης και του Μυστρά".
Από απόψεως Βυζαντινής αρχιτεκτονικής είναι το αρχαιότερο από τα Βυζαντινά μνημεία κτισμένο κατά τον απλό τύπο "των σταυρεπιστέγων βασιλικών" κατά τον οποίο εγκάρσια καμάρα διακόπτει την κατά μήκος καμάρα του ναού. Ό τύπος της σταυρεπιστέγου βασιλικής ήταν πολύ "διαδεδομένος εις μικρούς ναούς των Ελληνικών χωρών από τον 13ον αιώνα". Οι τοιχογραφίες της εκκλησίας ίσως από το χρόνο,ίσως και από άλλες αιτίες,έχουν υποστεί μεγάλη φθορά και καμμία δεν σώζεται σήμερα ακέραια. Ή Ίδρυση της Αγίας Τριάδας φανερώνει ότι στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατείας, η Ερμιονίδα θα ήκμαζε οικονομικώς και πολιτιστικώς.

Η ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑ

Η Φραγκοκρατία στη Ναυπλία-Έρμιονίδα κράτησε από το 1212 ως το 1394 μ.Χ. Το 1389 μ.Χ. το Ναύπλιο και το 1394 ή Έρμιονίδα και τα κάστρα της, Θερμήσι και Καστρί περι­έρχονται στην εξουσία των Ενετών κι έτσι αρχίζει ή λεγόμενη πρώτη Ενετοκρατία ή Βενετοκρατία πού κράτησε από το 1394 ως το 1540 μ.Χ. Κατά την χρονική αυτή περίοδο συνέβησαν μεγάλα ιστορικά γεγονότα: Οι Τούρκοι συνεχίζουν τις κατακτητικές επιτυχίες τους: Το 1453 κυριεύουν την Κωνσταντινούπολη, το 1456 την Αθήνα, το 1460 καταλύουν το Δεσποτάτο του Μωρέως καταλαμβάνοντας το Μυστρά και καταπατούν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Ορισμένα μόνο κάστραπόλεις (Άργος, Ναύπλιο, Θερμήσι, Καστρί, Μεθώνη, Μονεμβασία) παραμένουν υπό την κυριαρχία των Ενετών.
Επίσης κατά το διάστημα αυτό (1394-1540 μ.Χ.) διεξήχθησαν τρεις μεγάλοι πόλεμοι μεταξύ Τούρκων και Ενετών, οι λεγόμενοι Ένετοτουρκικοί (Βενετοτουρκικοί) με μεγάλα διαστήματα ειρήνης. Στην ειρηνική περίοδο μεταξύ του δευτέρου και τρίτου Ένετοτουρκικού πολέμου 1500-1537 κτίσθηκε το καθολικό της Μονής των Αγίων Αναργύρων κατά τα συμπεράσματα του κ. Γ.Α. Προκοπίου. Το 1537 κηρύσσεται ο τρίτος μεταξύ Τούρκων και Ενετών πόλεμος. Ό Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου Κασσίμ πασάς, προσβάλλει πρώτα τα κάστρα της Έρμιονίδας, Καστρί και Θερμήσι. Το Καστρί, του οποίου τη φρουρά αποτελούσαν Έλληνες και Αρβανίτες με άρχηγούς τούς Ανδρόνικο, Νικόλαο, Θεόδωρο και Δημήτριο Παλαιολόγους, στην οικογένεια των οποίων είχε παραχωρηθεί το Καστρί ως φέουδο από το 1464, αμύνεται σθεναρά. Ή άμυνα του Καστριού κάμφθηκε όταν ο Κασσίμ διέταξε να κάψουν το κάστρο. Έτσι οι γενναίοι ύπερασπισταί προτίμησαν να γίνουν σκλάβοι παρά να καούν ζωντανοί. Μετά την πτώση του Καστριού παραδόθηκε και ή φρουρά του Θερμησιού. Έτσι ή Έρμιονίδα περί τα τέλη του Σεπτεμ6ρίου του 1537 μ.Χ. περιέρχεται στην εξουσία των Τούρκων. Φρικτό ήταν το τέλος των γενναίων Παλαιολόγων. Ό Κασσίμ τους οδήγησε στο Άργος όπου και τους αποκεφάλισε, όπως μας παραδίδει ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Δωρόθεος στο έργο του "Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από κτίσεως κόσμου μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και επέκεινα". Βενετία 1631.Μετά από πολύμηνη πολιορκία οι Τούρκοι κυριεύουν το Ναύπλιο και το 1540 μ.Χ. υπογράφεται ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα οι Ενετοί να χάσουν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο. Έτσι αρχίζει για τη Ναυπλία και την Έρμιονίδα ή λεγόμενη πρώτη Τουρκοκρατία από το 1540 ως το 1686.
Το 1685 αρχίζει ένας νέος Ένετοτουρκικός πόλεμος, ο έκτος κατά σειράν.Οι Ενετοί με αρχιστράτηγο το Φραγκίσκο Μοροζίνη, αφού κατέλαβαν πολλά κάστρα πόλεις της Πελοποννήσου, κυριεύουν τέλος το Δεκ. 1686 το Ναύπλιο και το Θερμήσι ύστερα από 146 χρόνων τουρκική δουλεία.
Με την ανακατάληψη του Ναυπλίου το 1686 αρχίζει ή λεγομένη δευτέρα Ενετοκρατία ή οποία κράτησε μόνο 15 χρόνια. Οι εχθροπραξίες κράτησαν ως το 1699 οπότε υπογράφεται ή συνθήκη του Κάρλοβιτς (πόλη της Κροατίας) με αποτέλεσμα οι Ενετοί να άποκτήσουν τις παλιές τους κτήσεις στην Πελοπόννησο.
Οι Τούρκοι το 1714 μ.Χ. κηρύσσουν τον τελευταίο πόλεμο κατά της Ενετίας και τον Ιούλιο του 1715 καταλαμβάνουν το Ναύπλιο.
Ή πτώση του Ναυπλίου έκρινε την τύχη ολόκληρου της Πελοποννήσου, της οποίας ή λεγομένη δευτέρα τουρκική κατάκτηση ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 1715, όταν έπεσε και το τελευταίο Ενετικό έρεισμα στην Πελοπόννησο, ή Μονεμβασία. Τον Ιούλιο του 1718 υπογράφεται ή συνθήκη του Πασάροβιτς (πόλη της Γιουγκοσλαβίας) με συνέπεια οι Ενετοί να χάσουν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο.
Οι συνέπειες του τελευταίου αυτού πολέμου ήσαν ολέθριες για τους δυο εμπολέμους. Εξ αιτίας του προκλήθηκαν καταστροφές και λεηλασίες στα Πελοποννησιακά μοναστήρια και ο Ορθόδοξος κλήρος είχε περιέλθει σε οικονομική εξαθλίωση.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑ
Ι. Ή Φραγκοκρατία 1212 1394 μ.Χ.
II. Πρώτη Ενετοκρατία 1394 1540 μ.Χ.
III. Πρώτη Τουρκοκρατία 1540 1686 μ.Χ.
IV. Δευτέρα Ενετοκρατία 1686 1715 μ.Χ.
V. Δευτέρα Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου 1715 1717 μ.Χ